ανακατωσούρης
Смотреть что такое "ανακατωσούρης" в других словарях:
ανακατωσούρης — α, ικο [ανακάτωση] ανακατωσιάρης, ραδιούργος … Dictionary of Greek
ανακατωσιάρης, -α, -ικο — και ανακατωσούρης, α, ικο αυτός που δημιουργεί προστριβές, αναστάτωση, ο ραδιούργος: Είναι τέτοιος ανακατωσούρης που έχει αναστατώσει το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαρδανάπαλος — Ασσύριος βασιλιάς τον οποίο αναφέρουν πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ο οποίος ταυτίζεται με το βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (668 626 π.Χ.), γιο του Εσαρχαδών. Ο Ασουρμπανιπάλ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ασσύριους ηγεμόνες: μετά τη νίκη του… … Dictionary of Greek
ανακάτωση — η (Μ ἀνακάτωση) 1. τάση για εμετό 2. ανώμαλη κατάσταση, σύγχυση, ταραχή 3. φιλονικία, ραδιουργία 4. ανάμιξη, ταραχή τών στοιχείων τής φύσεως, μεταβολή τού καιρού προς το χειρότερο 5. σχέση ή δικαίωμα αναμίξεως σε ξένη υπόθεση, ενδιαφέρον για τα… … Dictionary of Greek
χουλιαρίζω — Ν [χουλιάρι] 1. τρώω γρήγορα με το χουλιάρι, κατεβάζω χουλιαριές, καταβροχθίζω 2. μτφ. είμαι ανακατωσούρης, ανακατεύω, ραδιουργώ, συκοφαντώ … Dictionary of Greek
ταραξίας — ο ταραχοποιός, ανακατωσούρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)